επικλαίω

επικλαίω
ἐπικλαίω και ἐπικλάω (Α) [κλαίω]
1. κλαίω μετά από άλλον, κλαίω σε απάντηση κάποιου ή ακόμη πιο πολύ
2. κλαίω, θρηνώ για κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”